Εφορεία Αρχαιοτήτων Ευβοίας


 
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ
 

Αρχαία Κήρινθος

Μετά το Μαντούδι, δίπλα στην παραλία της Κρύας Βρύσης, βρίσκεται το ύψωμα πάνω στο οποίο εντοπίζονται τα ερείπια της αρχαίας Κηρίνθου και φέρει την ονομασία Καστρί. Πρόκειται για στενόμακρο λόφο δίπλα ακριβώς στην εκβολή του Βούδωρου ποταμού με δύο, εν μέρει τεχνητά ισοπεδωμένα, πλατώματα (υψ. 38 μ. το δυτικότερο και 36 μ. το ανατολικότερο). Μαζί με το ύψωμα του Προφήτη Ηλία (υψ. 55 μ.), που βρίσκεται περίπου 700 μ. νοτιότερά του, συναποτελούν τη βορειοδυτικότερη προέκταση της ασβεστολιθικής λοφοσειράς του Γερόβουνου (υψ. 251μ.) Στον χώρο που απλώνεται μεταξύ του Καστρίου και του Προφήτη Ηλία σχηματίζεται η μικρή κοιλάδα του Πελεκίου, η οποία περί το 5000 π.Χ. ~ 3500 π.Χ εικάζεται ότι αποτελούσε ημίκλειστο ορμίσκο και λειτούργησε ως αγκυροβόλιο και λιμάνι για την ευρύτερη περιοχή. Στην Ιλιάδα η Κήρινθος μνημονεύεται ως μία από τις πόλεις που τροφοδότησαν με πλοία τον τρωικό πόλεμο. Τα αρχαιολογικά ευρήματα μαρτυρούν κατοίκηση από την πρωτογεωμετρική εποχή μέχρι τα ύστερα Ρωμαϊκά χρόνια, ενώ η θέση εγκαταλείφθηκε οριστικά στο τέλος της ύστερης αρχαιότητας. Στις μέρες μας διατηρούνται ακόμη στη θέση τους μεγαλιθικά τμήματα του οχυρωματικού περιβόλου με πύργους και ίχνη μεγάλης πύλης στη δυτική πλευρά, καθώς και το διατείχισμα. Εντός της τειχισμένης περιοχής τα οικοδομικά τετράγωνα και οι κεντρικοί δρόμοι ακολουθούν κανονικό ρυμοτομικό ιπποδάμειο σχέδιο, ενώ στο ψηλότερο πλάτωμα έχει εντοπιστεί το ιερό τέμενος της πόλης με υψηλό και ισχυρό περίβολο.

Τα τελευταία χρόνια στην περιοχή βρέθηκε επιγραφή που αναφέρεται στη χρηματοδότηση κάποιου έργου και χρονολογείται στον 4ο π.Χ. αι. Η κεραμική καλύπτει ένα μεγάλο φάσμα χρονολόγησης σε όλα τα στρώματα έρευνας πρωτογεωμετρική, γεωμετρική, αρχαϊκή, κλασική ελληνιστική, μέχρι τα ύστερα Ρωμαϊκά χρόνια. Η οριστική εγκατάλειψη –σύμφωνα με τις ενδείξεις της επιφανειακής κεραμικής– πρέπει να επήλθε στο τέλος της ύστερης αρχαιότητας. Στα χρόνια που ακολούθησαν η θέση και η ονομασία της λησμονήθηκαν. Η πόλη άργησε να ανακαλυφθεί εκ νέου από τους περιηγητές και τους αρχαιοδίφες των νεότερων χρόνων, εξαιτίας της δύσκολης πρόσβασης και, ίσως και της περιφερειακής της σημασίας στην αρχαιότητα, στοιχεία που δεν καθιστούσαν την περιοχή ελκυστικό προορισμό για τους ξένους περιηγητές που επισκέφθηκαν τον ελληνικό χώρο μέχρι και τον 19ο αι. Εντοπίστηκε και ταυτίστηκε πρώτη φορά το 1938 με αφορμή τις αρχαίες τοπογραφικές θέσεις και τις αρχαίες πηγές.

Στις μέρες μας διατηρούνται ακόμη στη θέση τους μεγαλιθικά τμήματα του οχυρωματικού περιβόλου με πύργους, τόσο στην βορινή πλευρά, όσο και στη νότια και δυτική. Στην τελευταία υπάρχουν ίχνη μεγάλης πύλης, πιθανότατα της κεντρικής εισόδου στο χώρο. Η πορεία του τείχους, στον βαθμό που είμαστε σε θέση να την παρακολουθήσουμε, είναι ακανόνιστη και υπαγορεύεται από το φυσικό ανάγλυφο. Η αδυναμία να εντοπίσουμε τα ίχνη του στη νότια και ανατολική πλευρά του λόφου δεν μας δίνει την δυνατότητα να υπολογίσουμε με ακρίβεια την έκταση που περιέβαλλε. Θεωρούμε ωστόσο εύλογο τα τείχη να περιέκλειαν ολόκληρο τον λόφο. Παρατηρούνται ίχνη ύπαρξης εγκάρσιου τείχους (διατείχισμα), που ένωνε τον ανατολικότερο πύργο της βόρειας απόκρημνης πλευράς του υψώματος με τον δεύτερο πύργο από ανατολικά της νότιας πλαγιάς που χώριζε το λόφο σε δύο ίσως τεχνητά πλατώματα, ένα στα ανατολικά, επίσης τειχισμένο, κι ένα στα δυτικά. Στο μέσον περίπου του μήκους του εγκάρσιου αυτού τείχους, ανοιγόταν μικρή πύλη από την οποία ξεκινούσε δρόμος με ευθεία χάραξη και έβαινε με διεύθυνση Α-Δ καταλήγοντας στο ψηλότερο, ίσως τεχνητά ισοπεδωμένο, πλάτωμα προς τα δυτικά.

Σημαντικό στοιχείο είναι η παρουσία οικοδομικών τετραγώνων εντός της τειχισμένης περιοχής με δρόμους προσανατολισμένους στα σημεία του ορίζοντα. Η κανονική ρυμοτομική διάταξη και το γεγονός ότι το νότιο και το βόρειο σκέλος των τειχών φαίνεται να βαίνουν παράλληλα προς τον κεντρικό δρόμο του οικισμού, ίσως συνιστούν ενδείξεις ότι τόσο η οχύρωση όσο και τα κτήρια που περικλείονταν εντός της, αποτελούσαν τμήμα του ίδιου οικοδομικού προγράμματος. Ανατολικά των τελευταίων νησίδων υπάρχει κενό ασφαλείας 25μ. και συγκεκριμένα ενός περίπου στρέμματος από το μνημειώδες τείχος του διατειχίσματος, προφανώς για την καλύτερη και αποτελεσματικότερη άμυνα. Στο ψηλότερο πλάτωμα εμφανίζονται ίχνη μεγάλων οικοδομημάτων και παλαιότεροι ερευνητές είχαν σημειώσει την ύπαρξη τριών βάσεων από κίονες, γεγονός που σε συνδυασμό με τη θέση στο ψηλότερο σημείο του λόφου γεννά την υποψία ότι ανήκουν σε σημαντικό οικοδόμημα ή ναό.

 

 

Εισιτήρια
Ελεύθερη είσοδος

Ώρες λειτουργίας:
Επισκέψιμο κατόπιν συνεννόησης με την Εφ.Α. Ευβοίας

Επικοινωνία
Εφ.Α.Ευβοίας, Αρεθούσης και Ι.Κιαπέκου, Χαλκίδα Τ.Κ. 34133
τηλ.+30 2221022503, fax +30 2221022402


 
 
 

-- Επιστροφή στους Αρχαιολογικούς χώρους --