Στην περιοχή του Καφηρέα, στην εντυπωσιακή χαράδρα της Αρχάμπολης που καταλήγει στην ομώνυμη παραλία, βρίσκονται τα λείψανα αρχαίας εγκατάστασηςπου αναπτύχθηκε στα πλατώματα της ακτής. Τα αρχαιολογικά ευρήματα μαρτυρούν ότι η θέση κατοικήθηκε από τον 4ο-1ο αι. π.Χ. οπότε και εγκαταλείφθηκε βίαια, ενώ υπάρχουν και ενδείξεις για τη χρήση του χώρου την αρχαϊκή εποχή.
Κατά την έρευνα αποκαλύφθηκαν αρχιτεκτονικά κατάλοιπα που ανήκουν σε οικισμό, ένα μνημειώδες κτήριο που είχε πιθανόν λατρευτική λειτουργία, καθώς και ένα οικιστικό σύνολο με μεταλλευτική δραστηριότητα.
Στην περιοχή ήταν ορατά αρχαία λείψανα μεγάλου μεγέθους, που πιθανόν αποτελούσαν ενιαίο και οργανωμένο οικιστικό σύνολο, το οποίο τοποθετείται χρονολογικά από την κλασική περίοδο μέχρι και τον 1ο αι. π.Χ., αν και λιγοστά στοιχεία οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η πρώτη κατοίκηση ανάγεται στην αρχαϊκή εποχή.
Η ιστορία του οικισμού αυτού καθώς και το όνομά του δεν είναι γνωστά. Από τα ευρήματα συνάγεται ότι κατά την κλασική περίοδο τμήμα των αρχιτεκτονικών λειψάνων ανήκε σε λατρευτικό χώρο. Στον 4ο-3ο αι. π.Χ. στη θέση υπήρχε οργανωμένο κτηριακό συγκρότημα, μια αγροικία με μεταλλευτική κυρίως δραστηριότητα. Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται και από την εύρεση μια πλαγιάς καλυμμένης από σκωρίες σιδήρου, κατάλοιπα καύσης, αλλά και ένα καμίνι εκκαμίνευσης σιδήρου. Άλλα κτήρια σε διπλανό χώρο τοποθετούνται χρονολογικά στην ύστερη ελληνιστική περίοδο και συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται και στα ρωμαϊκά χρόνια.
Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, άγνωστο πότε ακριβώς, φαίνεται ότι ο χώρος εγκαταλείφθηκε. Ο λόγος της εγκατάλειψης δεν είναι γνωστός, η ύπαρξη όμως ενός διαμελισμένου σκελετού και άλλων οστών άτακτα ριγμένων μέσα σε ένα κτήριο οδηγεί στην υπόθεση ότι η εγκατάλειψη έγινε βίαια, ίσως έπειτα από καταστροφικό σεισμό ή εχθρική εισβολή. Από την ιστορία είναι γνωστό ότι η περιοχή αυτή είχε λεηλατηθεί από το Μιθριδάτη και από πειρατές το 80 π.Χ.
Τα οικοδομικά λείψανα που ανασκάφηκαν στην Αρχάμπολη ταυτίσθηκαν από τον Αμερικανό αρχαιολόγο D. Keller με την αρχαία πόλη Αιγές, που αναφέρει ο Όμηρος. Ο ίδιος ερευνητής σε δημοσίευσή του πριν από την έναρξη της ανασκαφικής έρευνας έκανε λόγο για τα σπήλαια που υπάρχουν στη χαράδρα και για τη λατρεία του Διονύσου σε αυτά. Στην ευρύτερη περιοχή όμως του Καφηρέα αναφέρονται από τις αρχαίες πηγές διάφορες πόλεις, αλλά και λοιμοκαθαρτήριο, καθώς και ένα ιερό σπήλαιο. Αυτό που πρέπει να διερευνηθεί και να διασαφηνισθεί είναι, αν η Αρχάμπολη αποτέλεσε οργανωμένη πόλη ή απλώς ένα μικρό οικισμό μεταλλωρύχων, στον οποίο ήταν εγκατεστημένοι και δούλοι εργάτες.
Αν και περιηγητές του 19ου αιώνα κάνουν αναφορές για την περιοχή και μιλούν για έναν ενδιαφέροντα και σπουδαίο χώρο, ωστόσο αυτός παρέμεινε άγνωστος στους περισσότερους αρχαιολόγους. Την περιοχή επισκέφθηκε το 1972 ο Άγγελος Χωρέμης, ενώ περίπου 15 χρόνια αργότερα (1986) το χώρο ερεύνησε και ο Αμερικανός αρχαιολόγος D. Keller. Η ανασκαφική έρευνα ξεκίνησε το 1989 υπό την αιγίδα της ΙΑ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, φέρνοντας στο φως τα σημαντικά αρχιτεκτονικά λείψανα.
Στον αρχαιολογικό χώρο της Αρχάμπολης σώζονται τα ερείπια οργανωμένου οικιστικού συνόλου, που περιλαμβάνει οικίες, εργαστήρια μεταλλουργίας, δρόμους και οχυρωματικά έργα. Τα αρχαία κατάλοιπα βρίσκονται σε διάφορες κοντινές θέσεις στη χαράδρα της Χαρχάμπολης ή Αρχάμπολης στην περιοχή του Καφηρέα.
Σε ένα βραχώδες κωνικό έξαρμα, στην «ακρόπολη», πάνω από την ακτή και σε απόσταση 1,5 χιλ. αποκαλύφθηκαν κτήρια ενός οικισμού, δρόμοι και εργαστήρια μεταλλουργίας. Η ακρόπολη προστατευόταν από οχυρωματικά έργα. Σε ένα άλλο πλάτωμα διαστάσεων 15 x 20 μ., το οποίο βρίσκεται 100 μ. περίπου πίσω από τη χαράδρα και σε ύψος 11 μ. από το επίπεδο της κοίτης του ποταμού (ο οποίος διασχίζει όλη τη χαράδρα), βρέθηκε ένα μνημειώδες οικοδόμημα. Η κατασκευή του με μεγάλους ογκόλιθους πάνω στο φυσικό βράχο θυμίζει τα λεγόμενα «δρακόσπιτα» της Εύβοιας. Στην κλασική περίοδο το κτήριο αυτό χρησιμοποιήθηκε πιθανόν ως λατρευτικός χώρος. Στοιχεία, όπως ένας αποθέτης, ένας βόθρος θυσιών και η μεγαλιθική κατασκευή του, καθώς και η ύπαρξη σχισμής στο βράχο του δαπέδου του, οδηγούν σε αυτό το συμπέρασμα. Στον 4ο-3ο αι. π.Χ. προστέθηκαν στο κτήριο και άλλοι χώροι, που ίσως αποτέλεσαν ενιαίο οικιστικό σύνολο και ανήκαν σε αγροικία με μεταλλευτική κυρίως δραστηριότητα.
Σε πλάτωμα απέναντι από το προηγούμενο ήλθαν στο φως τα θεμέλια άλλων κτηρίων με εσωτερικά χωρίσματα, αλλά και δεξαμενών. Τα κτήρια είχαν χρησιμοποιηθεί σε δυο φάσεις και οι τοίχοι τους ήταν θεμελιωμένοι πάνω στο φυσικό βράχο. Κατασκευάσθηκαν στην ύστερη ελληνιστική περίοδο και συνέχισαν να χρησιμοποιούνται και στα ρωμαϊκά χρόνια. Ο οικισμός αυτός πρέπει να εγκαταλείφθηκε βίαια, όπως δείχνουν η εύρεση στο έδαφος ενός σκελετού, που δε σχετίζεται με τάφο, καθώς και η αποκάλυψη διάσπαρτων ανθρώπινων οστών μέσα στη μια δεξαμενή.
Λίγα ήταν τα ευρήματα που αποκαλύφθηκαν κατά τη διάρκεια των ανασκαφών. Η κεραμική ήταν πολύ φτωχή, βρέθηκαν ωστόσο νομίσματα της Καρύστου και της Ευβοϊκής Συμπολιτείας, καθώς επίσης και ένα χρηστικό ανοικτό μολύβδινο σκεύος. Η χρονολόγηση των λιγοστών ευρημάτων έδωσε τα χρονικά όρια του οικιστικού συνόλου, από τον 5ο έως τον 1ο αι. π.Χ. Παρ' όλα αυτά υπάρχουν ενδείξεις, ότι πρέπει να υπήρχε και μια αρχαϊκή φάση, η οποία δεν έχει ακόμη αποκαλυφθεί ή έχει ήδη καταστραφεί κατά την αρχαιότητα. Ένα από τα επιφανειακά ευρήματα στην «ακρόπολη» ήταν το τμήμα ενός πίθου με ενεπίγραφη παράσταση πιθανόν αρματοδρομίας του 6ου αι. π.Χ.
|